WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
double take, also UK: double-take n | (surprised response) | δεύτερη ματιά επίθ + ουσ θηλ |
| | | απορημένη ματιά επίθ + ουσ θηλ |
| | | απορημένο βλέμμα επίθ + ουσ ουδ |
| | (πιο γενικά) | το ότι δεν πιστεύω στα μάτια μου έκφρ |
| | Dan thought no one noticed his double take when the eccentrically dressed man passed him in the street, but I did. |
| | Ο Νταν πίστευε ότι κανείς δεν πρόσεξε την απορημένη ματιά του όταν πέρασε δίπλα το ένας εκκεντρικά ντυμένος άντρας, αλλά εγώ την είδα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: